υπερνίκηση

υπερνίκηση
η
υπερίσχυση, επικράτηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπερνίκηση — η, Ν 1. υπερίσχυση, επικράτηση 2. μτφ. εξουδετέρωση δυσχερειών ή εμποδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερνικώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερνίκησις, μαρτυρείται από το 1879 στον Ν. Δραγούμη] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερνικήσῃ — ὑπερνικάω prevail completely over aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ὑπερνικάω prevail completely over aor subj act 3rd sg (attic ionic) ὑπερνικάω prevail completely over fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ὑ̱περνικήσῃ , ὑπερνικάω prevail completely… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνικοποίηση — Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την… …   Dictionary of Greek

  • απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… …   Dictionary of Greek

  • γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… …   Dictionary of Greek

  • δυναμικό — (Φυσ.). Όρος της φυσικής ο οποίος αναφέρεται στο ποσό του έργου που παράγει μία δύναμη. Για τον προσδιορισμό του φυσικού αυτού μεγέθους είναι σκόπιμη η αναφορά στην έννοια του πεδίου. Πεδίο καλείται μια περιοχή του χώρου, μέσα στην οποία υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • θριάμβευση — η (Μ θριάμβευσις) [θριαμβεύω] το να θριαμβεύει κάποιος, υπερνίκηση, υπερίσχυση, επικράτηση μσν. δημοσίευση …   Dictionary of Greek

  • καταστόρευσις — καταστόρευσις, εύσεως, ἡ (Μ) υπερνίκηση, απομάκρυνση, παύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταστορέννυμι, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου μεταπλασμένου τ. *καταστορεύω] …   Dictionary of Greek

  • ξεπέρασμα — το 1. το να γίνεται κάτι πέρα από τα επιτρεπόμενα ή καθορισμένα όρια, η υπέρβαση 2. υπερνίκηση, εξουδετέρωση 3. η αντοχή και η υπερπήδηση μιας κατάστασης, συνήθως δυσάρεστης …   Dictionary of Greek

  • υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”